μετεκδύματα

μετεκδύματα
μετέκδυμα
changes of clothing
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετέκδυμα — μετέκδυμα, τὸ (Α) [μετεκδύομαι] μτφ. στον πληθ. τὰ μετεκδύματα α) ενδύματα τα οποία αλλάζει κάποιος το ένα μετά το άλλο β) αλλαγές τής ενδυμασίας («πολλά τύφου μετεκδύματα ὑπόκειται», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”